- μουρμουράω
- μουρμουρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μουρμουρίζω, κατά τα συνηρημένα ρ. σε -άω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουρμουράω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), μουρμούρισα βλ. πίν. 70 Σημειώσεις: μουρμουράω : σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, εφόσον υπάρχει ισοδύναμος τύπος σε ίζω, επικρατεί ο αόριστος σε ισα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μουρμουρίζω — μουρμουρίζω, μουρμούρισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. μουρμουράω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής